- οξύσχοινος
- ὀξύσχοινος, ὁ (Α)είδος σχοίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + σχοῖνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξύσχοινος — great sea rush masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύσχοινον — ὀξύσχοινος great sea rush masc/fem acc sg ὀξύσχοινος great sea rush neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυσχοίνου — ὀξύσχοινος great sea rush masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυσχοίνους — ὀξύσχοινος great sea rush masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύσχοινοι — ὀξύσχοινος great sea rush masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύπτερος — ὀξύπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀξύπτερος α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος β) το γεράκι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον το γεράκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα τα γρήγορα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek